- ἕψῃ
- ἕπομαιfut ind mid 2nd sgἕψωAcut. (Sp.)pres subj mp 2nd sgἕψωAcut. (Sp.)pres ind mp 2nd sgἕψωAcut. (Sp.)pres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔψη — ψάω rub imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) ψέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντονος — η, ο / σύντονος, ον, ΝΜΑ [συντείνω] επίμονος, συνεχής (α. «σύντονη καταδίωξη» β. «τοῡ χειμῶνος τοὺς περιπάτους καὶ τὰ λοιπὰ γυμνάσια συντονώτερα δεῑ ποιεῑσθαι», Διοκλ.) νεοελλ. έντονος, εντατικός (α. σύντονη προσοχή» β. «σύντονη προσπάθεια») αρχ … Dictionary of Greek